πατροφόντης — πατροφόνος slaying a father masc/fem nom sg πατροφόντης masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πατροφόνται — πατροφόνος slaying a father masc/fem nom/voc pl πατροφόντᾱͅ , πατροφόνος slaying a father masc/fem dat sg (doric aeolic) πατροφόντης masc nom/voc pl πατροφόντᾱͅ , πατροφόντης masc dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αυτοφόντης — αὐτοφόντης, ο (Α) ο φονιάς. [ΕΤΥΜΟΛ. < αυτο + φόντης < θείνω «σκοτώνω» με επίδραση του φόνος (πρβλ. ανδροφόντης, μητροφόντης, πατροφόντης κ.ά.)] … Dictionary of Greek
πατήρ — ο, ΝΜΑ, και πατέρας, ΝΜ 1. ο γεννήτορας, ο γονιός, ο γονέας (α. «τού πατέρα σου, όταν έρθεις, δε θα βρεις παρά τον τάφο», Σολωμ. β. «ἐπῆγεν ὁ πατέρας της εἰς κάποιον ταξίδι», Διγ. Ακρ. γ. «τοῡδε κεκλῆσθαι πατρός», Σοφ.) 2. φρ. «Πάτερ ημών» η… … Dictionary of Greek
πατροφόντην — πατροφόνος slaying a father masc/fem acc sg (attic epic ionic) πατροφόντης masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πατροφόντου — πατροφόνος slaying a father masc/fem gen sg πατροφόντης masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)